Η γέφυρα του Ρεμπέτη | Για να γίνει κανείς Ρεμπέτης πρέπει πρώτα να περάσει τη γέφυρα
Η γέφυρα του Ρεμπέτη παλαιότερα διαχώριζε άτυπα τη Δραπετσώνα και τα Βούρλα από τον υπόλοιπο Πειραιά.
Περνούσε πάνω από τις γραμμές του τρένου, κοντά στα προσφυγικά κτίρια. Δίπλα ακριβώς υπήρχε ο σιδηροδρομικός σταθμός τρένου, που ήταν γνωστός με το όνομα «ο Σταθμός της Ξενιτιάς», αφού από εδώ και κατ΄ επέκταση από το σταθμό Λαρίσης ξεκινούσαν τα καραβάνια των μεταναστών για τη δυτική Ευρώπη.
Η εγκατάσταση του σιδηρόδρομου ολοκληρώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα από τη γαλλική κατασκευαστική εταιρεία Batignoles και λειτούργησε για έναν αιώνα, μέχρι το 2004. Σε αυτές τις γραμμές γράφεται και ο επίλογος του τραγικού έρωτα του Κώστα Καζάκου και της Μάρθας Καραγιάννη, στη δραματική ταινία “Πεθαίνω κάθε Ξημέρωμα”.
Σε αυτήν την ήδη στιγματισμένη περιοχή εγκαταστάθηκαν μαζικά μετά το 1922 οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, για πολλούς από τους ντόπιους Έλληνες οι «τουρκόσποροι», φέρνοντας μαζί με τα υπάρχοντά τους στην ακατοίκητη, άγονη και πετρώδη Δραπετσώνα τον πολιτισμό τους, τις μικρασιατικές, σμυρναίικες, ποντιακές, ανατολίτικες μουσικές κι ακούσματα, τους χορούς και τα τραγούδια τους.
Το ρεμπέτικο και η Δραπετσώνα ήταν ένα . Εδώ γεννήθηκε και εδώ άνθισε. Η ονομασία της ως «Γέφυρα του Ρεμπέτη» αποδίδετε στον λαϊκό συνθέτη Γιάννης Παπαϊωάννου, ο οποίος είχε δηλώσει πως «για να γίνει κάποιος ρεμπέτης πρέπει πρώτα να περάσει τη γέφυρα» Οι εκφραστές του ρεμπέτικου ήταν οι κοινωνικοί και πολιτικοί αντιρρησίες της εποχής, και η Δραπετσώνα ο «κακόφημος τόπος» μακριά από τον κεντρικό Πειραιά του «καλού κόσμου».
Δύο ήταν οι κύριοι πόλοι που δημιουργήθηκαν με την εγκατάσταση των προσφύγων στη Δραπετσώνα: Ανατολικά, πάνω από τη γέφυρα του Αγίου Διονύση, ήταν η κακόφημη περιοχή των Βούρλων και τα Χιώτικα, που άλλαξε όψη με την έλευση των προσφύγων.
Διάφορα καταστήματα όπως ουζερί, καφενεία, κεμπαπτζήδικα, σουβλατζίδικα, χαλβατζίδικα, παντοπωλεία, μανάβικα και καταστήματα ξηρών καρπών έδωσαν καινούριο χαρακτήρα στην άλλοτε κακόφημη γειτονιά.
Εδώ οι Πόντιοι αποτελούσαν το μισό του πληθυσμού και το υπόλοιπο μισό ήταν Σμυρνιοί, Μικρασιάτες, νησιώτες, ντόπιοι και άλλοι. Δυτικότερα ήταν η περιοχή στην οποία εγκαταστάθηκε ο μεγάλος όγκος των Ποντίων.
Εδώ σχηματίστηκε ένας σχεδόν αμιγής ποντιακός συνοικισμός, με καφενεία, ταβέρνες, μπακάλικα, ουζάδικα, όπου επικρατούσε η ποντιακή λύρα.
Στα στενοσόκακα και στις γειτονιές, οι Πόντιοι ξεπερνούσαν τις αξεπέραστες δυσκολίες της ζωής στήνοντας ξαφνικά και χωρίς ιδιαίτερη αιτία τον κυκλικό χορό, με το λυράρη στη μέση να παίζει και να συντονίζει αυτήν την πανάρχαια όρχηση. –
Κάντε Εγγραφή στο κανάλι πατώντας εδώ : https://bit.ly/3mDSXwF –
Instagram : https://bit.ly/32S0YWC
Σου άρεσε το άρθρο; Για ακόμα περισσότερα παρόμοια άρθρα:
Κάνε εγγραφή στο Google News.
Κάνε subscribe στο YouTube.
Ακολούθησε μας στο Facebook.
Ακολούθησε μας στο Twitter.